Έχω ένα χρόνο και ένα μήνα να πάω στην Αθήνα. Απολύτως συνειδητά. Διότι με τρομάζει. Προχτές είδα σε όνειρο τον εαυτό μου να περπατάει στη Σόλωνος και ξύπνησα με αλάφιασμα και χτυποκάρδι, ώρα 5.10 το πρωί. Πού να με ξαναπάρει ο ύπνος.
Όσο ακούω από φίλους και γνωστούς την κατάσταση που επικρατεί στο πάλαι ποτέ αγαπημένο μου αθηναϊκό κέντρο, τόσο δεν θέλω να πάω. Θα είναι μεγάλο κι επώδυνο σοκ.
Όταν κάποιος ξυπνάει κάθε πρωί επί ένα χρόνο και μιλάει μονάχα με τα ζώα, τα πουλιά, τα φυτά και τα δέντρα, όταν δουλεύει μόνος, μακριά από τους ανθρώπους, μέσα σε ελαιώνες και μπαξέδες, όταν έχει συνηθίσει να κυκλοφορεί τελείως ανέμελος αποθαυμάζοντας τον κόσμο γύρω του, ακούγοντας το τραγούδι του καλόγερου κάθε μέρα και μονάχα τον γκιώνη και τα βατράχια τις νύχτες, είναι δυνατό να μεταβεί από τη μια μέρα στην άλλη στη μεγαλούπολη της κρίσης, της εγκληματικότητας και της εξαθλίωσης χωρίς να υποστεί σοκ; Και το κυριότερο, είναι δυνατό να μεταβεί από τη μια μέρα στην άλλη και να επικοινωνήσει με ανθρώπους οι οποίοι ζουν εδώ και τόσον καιρό πολλές μορφές βίας στο πετσί τους, την έχουν συνηθίσει αλλά και μετουσιώσει, την έχουν ήδη μέσα τους έτοιμη ανά πάσα στιγμή να εκραγεί με διάφορους τρόπους;
Φαντάζομαι τον εαυτό μου στην Αθήνα και μου ρχεται αμέσως στο νου η εικόνα ενός νεογέννητου αρνιού που βρέθηκε ξαφνικά να προσπαθεί να σταθεί όρθιο μες στη μέση της Πανεπιστημίου, με το ποτάμι των οχημάτων να ρέει θορυβωδώς κι αστείρευτα ολόγυρά του. Κάπως έτσι.
Γι αυτό λοιπόν παραμένω επί ένα χρόνο στο χωριό και για κανένα λόγο δεν το έκανα απόφαση να ξεκουνήσω, ώσπου ήρθε το Πάσχα κι έφερε μαζί του μια σχιζοφρενή εικόνα της Αθήνας, για να μου δείξει πως οι φοβίες μου είναι βάσιμες κι έχουν απόλυτη επαφή με την πραγματικότητα. Ήρθανε στο χωριό άνθρωποι εκ της πρωτεύουσας και φέρανε μαζί τους όλη την καταπίεση που υφίστανται, όλη τη βία που έχουν καταπιεί κι έχει μολύνει το είναι τους σε κάθε κύτταρο.
Δυστυχώς μέσα σε δυο μέρες έπεσα πάνω σε αδικαιολόγητες κρίσεις οργής και σχιζοφρένειας, είδα άνθρωπο να περπατάει μες στα χωράφια και να βρίζει, να καταριέται, είδα άνθρωπο να κλωτσάει και να ξεριζώνει με μανία φυτά και φυντανάκια, είδα άνθρωπο σε κατάσταση αμόκ να πιάνει και τσεκούρι ακόμα και να απειλεί τους γύρω του και όλα αυτά με αφορμές ασήμαντες, που σε άλλες εποχές θα τις εξελάμβαναν μονάχα ως χιούμορ μεταξύ παρέας σε γιορταστικό τραπέζι.
Έπαθα σοκ σήμερα με τη βία που είδα μπροστά μου ολοζώντανη να ξερνάει δίχως κανένα απολύτως λόγο και αιτία ο άνθρωπος της πόλης. Βία που επί μήνες πολλούς τον ταϊζει και τον ποτίζει η ζωή του, βγήκε σαν αμάσητο κοψίδι από τα σωθικά του μετά τις πρώτες κιόλας στιγμές χαλάρωσης στη φύση.
Προφανώς όλη αυτή η πίεση που υφίστανται οι άνθρωποι από την αβίωτη πόλη σε συνδυασμό με την άνοιξη στο χωριό και τις ζωντανές πια εικόνες ενός άλλου τρόπου ζωής που απλώθηκαν εμπρός τους, δημιούργησαν ένα άκρως εκρηκτικό μίγμα και έφεραν το ξέσπασμα που τόσον καιρό έψαχνε τρόπο και οδό για να εκδηλωθεί.
Η επαφή μου με τους ανθρώπους της πρωτευουσας αυτό το Πάσχα με προσγείωσε απότομα στην πραγματικότητα. Με έκανε να καταλάβω δίχως καμία αμφισβήτηση ότι η  κατάσταση στην Ελλάδα έχει ξεφύγει επικίνδυνα. Κι όσο θα σφίγγουν οι ζέστες τόσο χειρότερη θα γίνεται. Μάλλον έρχεται ένας εκρηκτικός και σκληρός Αύγουστος.

Γιάννης Μακριδάκης