Ο Σύλλογος μας μετά την επίσκεψη στις Μπαμπακιές , αδυνατώντας να περιγράψει την καταστροφή που θα φέρει η εγκατάσταση ξένων ανεμογεννητριών στην Γη μας δίνει στην δημοσιότητα ΕΠΙΣΤΟΛΗ ενός φίλου… Την αφιερώνουμε στον Αντιπεριφερειάρχη Κώστα Γανιάρη και στους Περιφερειακούς συμβούλους καθώς και σε όλους τους Χιώτες , απλούς πολίτες και επιφανείς, εφοπλιστές και εργάτες, ευελπιστώντας ότι ολοι με περίσσια φρόνηση και σύνεση θα παλέψουμε για την σωτηρία ενός πανάρχαιου τόπου, άγνωστου, ανεξερεύνητου, ξεχασμένου, αλλά αμόλυντου και απέριττου…
<< Αγαπητοί φίλοι…
Μόλις τώρα κατάφερα από την Κυριακή να καθίσω στον υπολογιστή μου.
Βλέπετε σήμερα ξανάκανα τη χθεσινή διαδρομή με άλλη παρέα…
Είναι απίστευτο! Μόλις τρεις μέρες πέρασαν κι όμως στον ίδιο τόπο, στο ίδιο μονοπάτι, είδα καινούργια πράγματα, σαν μη ξαναϊδωμένα!
Χωμένα ανάμεσα στα γκρίζα βράχια, δεκάδες ακόμη ίριδες σαν εκείνες που είδαμε προχτές...
Μικροσκοπικά, απίστευτης τελειότητας, λουλούδια που δεν ξέρω τ' όνομά τους...
Ξέκλεβα στιγμές ,μακριά απ' τους άλλους, να κλείσω τα μάτια και ν' ακούσω τους ήχους του βουνού, με μια συγκίνηση, σα να ΄ταν η πρώτη κι η τελευταία φορά μαζί...
Οι αγελάδες με τα μικρά τους ήτανε σήμερα στις Μπαμπακιές! Είχανε απλωθεί και λιάζονταν, ανυποψίαστες αυτές...
Ανυποψίαστες κι οι σαύρες τρύπωναν στις χαλικουριές και στα χαλάσματα των μαντριών με τους μισογκρεμισμένους τοίχους να χάσκουν , και τις αρχαίες πέτρες απλωμένες τριγύρω με τα σημάδια απ' το βελόνι του λιθοξόου που πριν από 2.500 χιλιάδες χρόνια τις πελέκησε στον ίδιο ετούτο τόπο.
Το αρχαίο όνομα του τόπου είναι χαμένο στη λήθη, μα τα σημάδια από την ανθρώπινη παρουσία παντού. Τείχη ισχυρά, χτισμένα με λίθους αργούς και ημίεργους, που όριζαν και προστάτευαν μια αγροτική εγκατάσταση μεγάλης έκτασης. Ίχνη από αρχαία κτίσματα , από λίθους καλολαξευμένους, κομμάτια από κατώφλι και κρηπίδες κτιρίων με τους τόρμους για τη στερέωσή τους. Και παντού διάσπαρτα χιλιάδες κομμάτια από αρχαία αγγεία και κεραμίδες στέγης, μάρτυρες μιας συνεχούς για πολλούς αιώνες ανθρώπινης δραστηριότητας να ριζώσουν στον τόπο αυτό, να δαμάσουν τη γη και να την κάνουν να καρπίσει.
Τραβώντας κανείς προς τα δυτικά τρυπώνει μέσα στο πευκοδάσος, για να βγει ξανά σ' ένα ξέφωτο απ' όπου αντικρίζει τη θάλασσα , τον κόλπο του Μετοχιού, και λίγο πιο βόρεια τα Άρια και τα Ρετσινάδικα. Σ΄ αυτές τις παραλίες θα ξεφορτώσουν τις ανεμογεννήτριες, λένε, και θα ανοίξουν τεράστιους δρόμους, λένε, ισοπεδώνοντας τα πάντα με κάτι θεόρατα μηχανήματα, που χωρίς κόπο -και χωρίς αναστολές- θα ξεκοιλιάσουν το βουνό. Γιατί τί είναι; Κάτι βράχια είναι και κάτι παλιότοιχοι διάσπαρτοι παντού... Ποιός νοιάζεται για τα βράχια και τις πέτρες; Ποιος νοιάζεται για τις ίριδες, για τους τσαλαπετεινούς και τον καημό όλων εκείνων των θεοπάλαβων που παίρνουν τα βουνά και περπατάνε ιδροκοπώντας με τα χείλη στεγνά και τα μάτια να λάμπουν ψάχνοντας για τις ρίζες των ανθρώπων μέσα στους αιώνες; Και ποιοι τάχατες νοιάζονται για την ιστορία των ανθρώπων που άφησαν ετούτα τα λείψανα, ενός άγνωστου πολιτισμού , ενός αγώνα για επιβίωση πάνω στα κακοτράχαλα βουνά σε τούτο το νησί;
Λοιπόν γράψτε: Αλήθεια γράψτε ! Γράψτε για τον Όμηρο, που ανηφόρισε χαράματα από τη Δασκαλόπετρα παίρνοντας την Ελληνόστρατα και ανέβηκε στο Αίπος, ξεδίψασε στην αγροικία της Φουντάνας και ύστερα συνέχισε το δρόμο του προς Βολισσό. Ξαπόστασε στην Εγγύσα, δίπλα στο πηγάδι της Εμπασιάς και ύστερα τράβηξε προς τις Μπαμπακιές, περνώντας απ' τον αγρό και το κατάλυμα του Ανδρώνακτου κι ήπιε γάλα απ' τις κατσίκες του. Και το δειλινό όταν ο ήλιος έγερνε στις παραλίες του Μετοχίου, της Παπαλιάς, της Γερίτας, έφτασε στην εγκατάσταση στις Μπαμπακιές, κι εκεί ,δίχως να ξέρουνε ποιος είναι, τονε φιλέψανε τυρί και φρέσκο ψωμί που είχανε ξεφουρνίσει το πρωί. Και φέρανε με τον αμφορέα γλυκόπιοτο κρασί από το αμπέλι τους και του γεμίσανε το κύπελλο. Και του στρώσανε προβιά πάνω στο λίθινο πάγκο που το πρωί τον είχανε για να βάζουνε τα πήλινα σκεύη για το μαγείρεμα και το βράδυ για να κοιμούνται...
Γράψτε και για τον ανήλιο βασιλιά που περνούσε κάθε μεσάνυχτα από τα μέρη ετούτα, μέσα από βουνά και λαγκαδιές, και έφθανε στα Λουτρά κι επέστρεφε πριν βγει ο ήλιος, μέχρι που μια φορά παραξενεμένη η γυναίκα του τονε ξεγέλασε, τον καθυστέρησε, έτσι που και τονε πρόφτασε ο ήλιος... Κι ο βασιλιάς αρρώστησε και απέθανε και τονε θάψανε στα Φαρδιά Πηγάδια με μεγάλο θησαυρό.
Γράψτε πως τούτα τα βουνά , τούτα τα βράχια γεννήσαν όλες αυτές τις ιστορίες…
Γράψτε πως τούτος ο τόπος από πέτρα και φως είναι ιερός… Και αν τον αφήσουμε και καταστραφεί, ένα κομμάτι από την ιστορία μας θα έχει χαθεί…
Και κάτι ακόμα , σαν επίλογο, γράψτε αυτό που είπε ο ποιητής:
«΄Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στο κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.»
Ετούτο το τοπίο δεν το διαπραγματευόμαστε.
Καληνύχτα
Για την αντιγραφή:
Σύλλογος Οικολογίας και περιβάλλοντος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου