Ο Παναγής ζει στον Παράδεισο.
Ο Παναγής είναι
άχρονος, δεν έχει ηλικία, ο συγγραφέας δεν μας δίνει στοιχεία έξω απ΄την κόρη
του πρωταγωνιστή που μας τοποθετεί και τον πρωταγωνιστή της νουβέλας σε μια
ηλικιακή γκάμα.
Αλλά ο Παναγής είναι, αν και άχρονος, απόλυτα υλικός,
ζυμωμένος με τη γη και τη λάσπη, αποτελεί κομμάτι του Κόσμου που τον περιβάλλει.
Αναπόσπαστο μέρος του Όλου αντιμετωπίζει φυτά, ζώα κι
ανθρώπους εξίσου αν και έχει επιλέξει να ζει μακριά απ΄τους τελευταίους.
Το μούρκι του (περβόλι με πηγάδι), είναι το σκηνικό της Ζωής
όπως του παραδόθηκε από τους προγόνους του και μοιάζει αιώνιο πάλκο που από
πάνω του παρελαύνουν, κάνοντας μια σύντομη αλλά σημαντική εμφάνιση, ένα κυπαρίσσι, ένας λαγός , μια αγελάδα, το
χιόνι , ο κεραυνός και άνθρωποι που μοιάζουν ήσσονος μάλλον σημασίας μπροστά
στη Φύση και τη Δύναμή της.
Ο Παναγής ζεί στον Παράδεισο αλλά ανησυχητικά ακούσματα
φτάνουν στ΄αυτιά του. Η Κόλαση τον πλησιάζει, τον μυρίστηκε και έρχεται.
Το αιώνιο μπορεί να χαθεί .Ένας άλλος κόσμος, ξένος, ένας
εικονικός, ξεπεταγμένος μέσα απ΄την τηλεόρασή του, έρχεται να του τα πάρει όλα.
Δεν μπορεί να καταλάβει ο Παναγής πώς είναι δυνατόν να
πουλήσεις κάτι που δεν είναι δικό σου. Δεν θέλει να τον ξέρει αυτόν τον κόσμο.
Και βίαια κόβει τα δεσμά του μαζί του.
Ο Γιάννης Μακριδάκης που έζησε και στην Κόλαση της πόλης και
ζει τώρα στον Παράδεισο του χωριού του
θέλει να προλάβει να ζήσει σαν τον Παναγή. Θέλει να γεράσει και να λέει
, ξεκουτιασμένος γέρος, ιστορίες αντίστοιχες, με γελάδες, γαϊδουράκια, ελιές ,
χιόνια και ποταμούς αγριεμένους. Φοβάται , σαν τον Παναγή, ότι το Θεριό έρχεται να τα χαλάσει όλα. Και φωνάζει συναγερμό μέσ’
απ΄το βιβλίο του σε όσους ζουν στην Κόλαση μπας και το καταλάβουν και έρθουν
πίσω στη γη για να προστατέψουν τον Παράδεισο.
Ένα κάλεσμα σ΄αυτούς είναι η νουβέλα, γεμάτη
συνταγές απλής μαγειρικής αλλά στην πραγματικότητα συνταγές Ζωής, που ο
συγγραφέας καλεί, τους συνηθισμένους στο πλαστικό και ψεύτικο φαγητό της, να τις
γευτούν πριν είναι αργά, πριν χαθεί για πάντα η ευκαιρία.
Τους καλεί να γευτούν το ζουμί του πετεινού που τα γιατρεύει
όλα, να γευτούν το μεδούλι της πραγματικής Ζωής , αυτής που σαν τον πετεινό
λαλεί χαράματα για να μας ξυπνήσει.
Να μας ξυπνήσει είτε απ΄το όνειρο είτε απ΄τον εφιάλτη.
Φτάνει ν΄ακούσουμε τον πετεινό.
Τον ακούμε;
Σοφία Λαμπίκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου