-Μαμά , μαμά, να κατεβώ στην πλατεία με τα παιδιά;
-Ά, όχι πάλι τα ίδια, κάθε απόγευμα τα ίδια, δεν έχεις κάνει τα μαθήματά σου
-ΤΑ ΕΚΑΝΑ, εδώ και μια ώρα τά΄χω τελειώσει.Άσε με να πάω , όλα τα παιδιά πάνε εγώ τι είμαι φυλακισμένη;
-Α π ο κ λ ε ί ε τ α ι, θα πάρω τηλέφωνο τον πατέρα σου στη δουλειά (ο δυστυχής δούλευε σε δυό δουλειές για να ταίσει 3 κόρες , μία σύζυγο και μία γάτα) να του πω ότι κάθε μέρα τέτοια ώρα τα ίδια έχουμε.
-Να τον πάρεις άμα είσαι καρφί αλλά να το ξέρεις εγώ θα πάω..
-Αν πάς θα πάρεις μαζί και την αδελφή σου τη μικρή, να παίξει κι αυτή
-ΝΑΙΙΙΙΙΙΙ (η μικρή)
-Όχι ρε μαμά, μου γίνεται κολλιτσίδα και δεν μπορώ να παίξω
-Αν ξανακούσω να λές ρε τη μάνα σου, θα φας μια σφαλιάρα που θα δεις τον ουρανό σφοντύλι. Τέλος, δεν θα πάτε πουθενά!
Χτύπημα στο κουδούνι.
Φωνούλες:- Κα Μαρία ήρθαμε να πάρουμε τη Σοφούλα να κατεβούμε στην πλατεία , η μαμά μας, μας αφήνει εμάς.
-Φεύγουμεεεεε, δύο σίφουνες ανοίγαμε την πόρτα και τρέχαμε στο δρόμο ενώ πίσω ακουγόταν :-Δεν θα γυρίσει ο πατέρας σας; Να δείτε τι έχει να γίνει…
Δεκαετία του ΄70, στις αρχές, σε μια γειτονιά της Αθήνας, κάθε απόγευμα καθημερινής, το ίδιο σκηνικό, με το ίδιο αποτέλεσμα.
Ακόμα θυμάμαι τον έξαλλο ενθουσιασμό την ώρα που βάζαμε φτερά στα πόδια μας και τρέχαμε στην πλατεία, στη παρέα, στο παιχνίδι, την ελευθερία.
Η δικτατορία ολοκληρώνοντας το έγκλημα του Εθνάρχη είχε γκρεμίσει και τα τελευταία νεοκλασικά με τις αυλές τους που σ΄αυτές κάθονταν το απόγευμα όλες οι οικογένειες που μένανε εκεί και οι οικογένειες είχαν πιά μαντρωθεί σε σύγχρονες πολυκατοικίες.
Στη μέση κάθε γειτονιάς είχαν υψώσει οι ευσεβείς δικτάτορες κάτι τεράστιες και κακάσχημες εκκλησίες (πατρίς-θρησκεία-οικογένεια γαρ) με ένα τεράστιο πλεονέκτημα όμως. Μπροστά τους υπήρχαν απέραντες πλακόστρωτες πλατείες με παγκάκια και μικρά κηπάρια με καχεκτικά δεντράκια γύρω-γύρω για να φιλοξενούνται οι λιτανείες, οι επιτάφιοι, και άλλες εθνοσωτήριες εκδηλώσεις.
Αυτές οι πλατείες ήταν ο παράδεισος της κάθε γειτονιάς.
Εκεί μαζευόταν η κοντοπαντέλονη πιτσιρικαρία για να παίξει μπάλα βάζοντας δύο κοτρώνια για γκολπόστ, εκεί κοριτσάκια με βαμβακερά φουστανάκια –τσιτάκια έπαιζαν κούκλες ή λάστιχο (που ήταν και της μόδας), εκεί οι έφηβοι λοξοκοιτούσανε από χωριστές παρέες τα αγόρια τα κορίτσια, παλιοί φίλοι στο παιχνίδι που η εφηβεία τους έκανε ντροπιάρηδες.
Σ΄εκείνα τα παγκάκια κάθονταν –άγρυπνοι φρουροί-οι γιαγιάδες κι οι παππούδες και προσέχαν τα παιδιά, και καμιά φορά κατεβαίναν και οι μανάδες μας με τυλιγμένα, σε καρώ πετσέτες, κομμάτια φρεσκοφτιαγμένη σπιτική τυρόπιτα πεσκέσι για τη γειτόνισσα.
Σ΄αυτές τις πλατείες βλέπαμε , καμιά φορά, καραγκιόζη και κουκλοθέατρο από πλανόδιους καλλιτέχνες με αντίτιμο μισή δραχμή.
Όταν σουρούπωνε άρχιζε το κρυφτό και το φτού –ξελευτερία μέχρι που νύχτωνε και ακουγόταν από τα πέρατα να αντιλαλεί η φωνή της ελληνίδας μάνας:
-Γιωργάκη, Μαιρούλα , γρήγορα σπίτι, έρχεται ο πατέρας σας , να το λεωφορείο.
-Ακόμα λίγο,μαμά
-Τώρα, μην κατέβω κάτω.
Οι άνθρωποι που πρόσφατα κατέβηκαν στις πλατείες των μεγάλων πόλεων ονομάστηκαν Αγανακτισμένοι.
Εγώ θα τους ονόμαζα Απελπισμένους.
Οι περισσότεροι, οι νέοι, δεν παίξανε ποτέ σε πλατεία και οι παλιοί που το κάνανε , το ξέχασαν με τα χρόνια.
Απελπισμένοι άνθρωποι, κλειδωμένοι στα σπίτια τους να συζητούν με την τηλεόραση και άλλα να ρωτάνε και άλλα να τους απαντάει ο Πρετεντέρης.
Ζορισμένοι, μοναχικοί, στο κυνήγι του χρήματος και της επιβίωσης έμειναν ξαφνικά ξεκρέμαστοι , χωρίς να μπορούν να πουν τον πόνο τους σε κανέναν και μισώντας τους άλλους επειδή ένοιωθαν ότι μόνο σ΄αυτούς συμβαίνει το κακό.
Γι΄αυτό ένα παλιό και κληρονομημένο ένστικτο τους οδήγησε εκεί που και παλιά, από τα βάθη της ιστορίας των ανθρώπων, πάνε οι άνθρωποι όταν χρειάζονται τη βοήθεια της ομάδας τους.
Στην πλατεία, στο κέντρο του χωριού τους , του οικισμού τους, της πόλης τους.
Οι νεότεροι γοητεύτηκαν από το ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι τους μοιάζουν, από το ότι μπορούν να συζητήσουν και να ψυχαγωγηθούν δωρεάν ,από το ότι υπάρχει ένας ώμος άλλος να ακουμπήσουν.
Οι παλιότεροι, οι γεροντότεροι, με συγκίνηση είδαν ότι οι παλιοπαρέες ξανασμίγουν ακόμα κι αν ασπρίσαν τα μαλλιά και πονούν τα κόκκαλα.
Δεν ξέρω αν οι πλατείες θα καταλάβουν την εξουσία και πώς αλλά σίγουρα δεν υπάρχει καλύτερο πλέγμα προστασίας του αδύναμου από αυτό της αλληλεγγύης του γείτονα που σε ξέρει και σε φωνάζει με το μικρό σου όνομα.
Μόνο κέρδος θα είναι για όλους τους Έλληνες που σε λίγο θα είναι φτωχοί, πάμπτωχοι, η αισιοδοξία του μαζί, η αλληλεγγύη των δίπλα, το χέρι βοήθειας και ένα κομμάτι τυρόπιτας σπιτικής σε τάπερ πιά αφού προοδέψαμε .
Γιατί και παλιά, μπορεί ο γείτονας να ήταν δεξιός και σύ κομμουνιστής, ο αποδώ δημόσιος υπάλληλος κι ο από κεί εργάτης ,αλλά όταν χτυπούσε ο συναγερμός της γειτονιάς γιατί ένας είχε πρόβλημα, τρέχανε όλοι ανεξαιρέτως, και στις λύπες αλλά και στις χαρές έστω κι αν ένα μικρό τσιμπηματάκι ζήλειας υπήρχε στις καρδιές.
Αυτές είναι οι πλατείες των ανθρώπων , οι πλατείες της ζωής μας και είναι το μόνο που δεν μπορεί να αντιπαλέψει σήμερα το σύστημα .
Γιατί ένα απάνθρωπο σύστημα στέκει πάντα αμήχανο απέναντι στην ανθρωπιά των γειτόνων μας.
-Κατεβαίνουμε μια βόλτα απ΄την πλατεία, λοιπόν;
Σοφία Λαμπίκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου