Tο
τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη κινείται πάνω σε δύο ομόκεντρους κύκλους
του Χρόνου.
Ο ένας, ο μικρός, είναι η χρονική περίοδος ανάμεσα στις δύο , κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις του 2012
στη χώρα μας.
Ο άλλος, ο μεγάλος , είναι ο Χρόνος ως Ενιαυτός, ως Δύναμη
παρούσα στη ζωή του ήρωα του Πέπονα αλλά και όλων μας.
Ο μικρός χρόνος επηρεάζει τη μικρή ζωή μας, ο μεγάλος
κινείται αργά και δεν μπορούμε να αντιληφθούμε εύκολα τις αλλαγές του αφού ο
δικός μας, ο βιολογικός μας χρόνος, είναι μόνο μια στιγμή του αιώνιου κύκλου
της Ζωής.
Ο Γ.Μ. γράφει εμφανώς το βιβλίο του ανάμεσα στις δύο
εκλογικές αναμετρήσεις χωρίς να γνωρίζει το τελικό αποτέλεσμα. Το προβλέπει
όμως σχεδόν μέσα απ΄τις προσωπικότητες των ηρώων του, ένα πάνθεον της σύγχρονης
ελληνικής πραγματικότητας.
Ο υποταγμένος Πέπονας που νομίζει ότι είναι οικογενειακή του
υποχρέωση η ψήφος σε ένα κόμμα που τον «τακτοποίησε»
Η αντάρτισσα σύντροφός του, η Νυφίτσα , όπως την λέει ο
πρωταγωνιστής, ξύπνιο μυαλό, πρακτική αλλά πιθανότατα και αυτή δεν κάνει το
τελικό βήμα απεξάρτησης απ΄το παλιό.
Ο Κότσυφας, αναρχικός κομμουνιστής –κατά τον Πέπονα-,λόγια,
θεωρίες αλλά στα πρακτικά της εφαρμογής των μάλλον πιο αυθεντικός δείχνει ο
πρωταγωνιστής.
Γύρω απ΄τον κεντρικό ήρωα κινούνται δορυφορικά πολλά
πρόσωπα, αδρά σκιαγραφημένα, πολύ όμως ενδιαφέροντα για να αποτελέσουν αργότερα
κεντρικούς χαρακτήρες άλλων βιβλίων του συγγραφέα.
Και βέβαια, και πάντα, ήρωας και αυτού του βιβλίου του
Μακριδάκη, η Φύση, τα ταπεινά φυντάνια, τα ζώα, τα πουλιά, τα δέντρα.
Και το Μάτι Του Θεού.
Ένας δεντροβάτραχος, νομίζω, που κρυμμένος στο δρυ ,αόρατος,
όλα τα βλέπει, όλα τα ακούει και όποτε νομίζει, παρεμβαίνει με τη φωνή του.
Δεν την ακούνε όλοι τη φωνή του αλλά την ακούει ο Πέπονας,
αυτό το ταπεινό ανθρωπάκι που πέρασε όλη του τη ζωή, υπακούοντας νόμους και
κανόνες ενός καταρρέοντος πολιτικού συστήματος έχει το άγγιγμα του Θεού να
ακούει, να βλέπει αυτά τα θαύματα της Φύσης που άλλοι δεν μπορούν.
Αυτός ο Πέπονας είναι ο κηπουρός του Θεού, φροντίζει το
περιβόλι του, σαν άλλος Νώε μαζεύει τους σπόρους , τους φυτεύει, ξαναφτιάχνει
τη ζωή απ΄την αρχή και την διατηρεί για να την παραδώσει στους επόμενους, μόνο
που μάλλον δεν υπάρχουν επόμενοι να παραλάβουν τη σκυτάλη του φυλάσσοντα την
Κιβωτό.
Ο Γ.Μ. αντιμετωπίζει τον Πέπονα του, με αγάπη και μεγάλη
τρυφεράδα,
Βλέπει ότι αυτό το υποταγμένο ανθρωπάκι που δεν σηκώνει
κεφάλι σε κανέναν, απ΄το κόμμα του μέχρι τη γυναίκα του, αυτός ο μικρός
ανθρωπάκος που μιλά με τα σκιάχτρα και τις βαλανιδιές, είναι το αλάτι της γης,
πέρα απ΄τις αδυναμίες του, αυτός το μικρό ανθρώπινο σαμιαμίδι σώζει τελικά τον
κόσμο, όχι με αυτά που ψηφίζει ή αυτά που δεν λέει αλλά με αυτά που πράττει.
Ο συγγραφέας έχει
επιλέξει για τον εαυτό του, ως alter ego στο βιβλίο του, τον Κότσυφα, τον αναρχικό κομμουνιστή, όψιμο
της επιστροφής στη φύση, σκεπτόμενο αμφισβητία.
Όμως στην πραγματικότητα το alter ego του
συγγραφέα στο βιβλίο δεν είναι αυτός, δεν είναι καν άνθρωπος, είναι τελικά ο
Φραγκούλης, το δεντροβατράχι που κοιτά τους άλλους κρυμμένο στο δέντρο.
Έτσι κι ο συγγραφέας κρυμμένος στο δέντρο του εκεί στη
Βολισσό, παρατηρεί πόνους , καημούς, λάθη, εγκλήματα, ανθρώπινες αντιφάσεις, τα
βλέπει και τ΄ ακούει όλα και πού και πού μας φωνάζει, μας τα λέει, γράφοντας
ένα βιβλίο του.
Και περιμένει απ΄τους Πέπονες αυτού του κόσμου, αυτού του τόπου
να τον ακούσουνε.
Να τον ακούσουμε.
Σοφία Λαμπίκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου