Το καλοκαίρι του 2002, αν θυμάμαι καλά, η Ελλάδα μπήκε στην τελική ευθεία της καταστροφής δια στόματος του τότε πρωθυπουργού της Κ. Σημίτη. Ακόμα τον θυμάμαι να κάνει από τη Σίφνο, όπου βρισκόταν για διακοπές, την τρομακτική και εξοργιστική για μένα δήλωση, η οποία χαράκτηκε πολύ βαθιά εντός μου κατά λέξη: Γινόμαστε Ευρώπη. Τα καφενεία θα γίνουν καφετέριες και τα κουρεία κομμωτήρια.
Κόντεψα να χάσω τη γη κάτω από τα πόδια μου μόλις το ξεστόμισε. Ήταν η εποχή που τριγυρνούσα γεμάτος πάθος και όραμα από χωριό σε χωριό και από καφενείο σε καφενείο και μάζευα αφηγήσεις ανθρώπων, μάζευα αρχειακό υλικό φωτογραφιών αλλά κυρίως μάζευα στην ψυχή μου εικόνες, κουβέντες και μυρωδιές μιας Ελλάδας, της οποίας μόλις είχε προαναγγελθεί από τα πιο επίσημα χείλη ο αμετάκλητος θάνατός της.
Πράγματι, σε πολύ λίγο διάστημα από τότε, τον Μάη του 2004, έκλεισε το Κέντρον, το μοναδικό καφενείο που είχε απομείνει για πάνω από έναν αιώνα στην προκυμαία της Χίου και έδωσε τη θέση του σε μια καφετέρια και σε ένα ταχυφαγείο. Ένιωσα ορφανός κι έκλαψα αυτή την απώλεια σαν να έχασα δικόν μου άνθρωπο. Η νέα εποχή, στην οποία με τόσην ορμή κι απερισκεψία είχε εισέλθει η χώρα, εξόριζε εμάς τους λιγοστούς και χαρακτηρισμένους με διάφορες υποτιμητικές ταμπέλες, από τα παραδοσιακά μας στέκια. Ο θάνατος της Ελλάδας ερχόταν γοργά, είχε καθολική σχεδόν αποδοχή από τους κατοίκους της και αποδείχτηκε, δυστυχώς, η κατάσταση μη αναστρέψιμη, παρόλες τις κραυγές των "γραφικών".
Κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια η παρακμή της κοινωνίας και της χώρας γινόταν μέρα με τη μέρα και πιο εμφανής. Σάρωνε και αλλοτρίωνε τους πάντες και τα πάντα. Όσοι την βλέπαμε αυτή την παρακμή και τολμούσαμε να αρθρώσουμε λόγο πολιτικό εναντίον της, λάβαμε αμέσως τον τίτλο του "οπισθοδρομικού", του "αντιαναπτυξιακού", εισπράξαμε χλευασμό και γίναμε ύποπτοι για την εθνική ασφάλεια αλλά και εχθροί της χώρας, της πατρίδας και όσων με τις αναπτυξιακές τους πολιτικές την υπηρετούσαν και την πήγαιναν μπροστά.
Προσωπικά, όλα αυτά τα χρόνια ασχολιόμουν με την έρευνα, καταγραφή, διάσωση και διάδοση των τεκμηρίων της Χίου. Μαζί με μια χούφτα νέα παιδιά, τους συνεργάτες μου στο Πελινναίο, ηχογραφούσαμε γέροντες, φωτογραφίζαμε από ταφικά μνημεία μέχρι ζωγραφιστές οροφές σε αρχοντικά, ξανανοίγαμε παλιές πεζοπορικές διαδρομές στα βουνά, εξερευνούσαμε και χαρτογραφούσαμε σπήλαια, φωτογραφίζαμε φυτά, έντομα και βοτάνια και εκδίδαμε κάθε τρίμηνο το περιοδικό μας, ως μια εγκυκλοπαίδεια της Χίου σε τεύχη. Δεν αρκούμασταν όμως σε αυτά. Είχαμε και πολιτική δράση. Με καταγγελίες και ακτιβιστικές ενέργειες ενάντια στην αναπτυξιακή πολιτική του επίσημου κράτους, το οποίο πιστό στο δόγμα που είχε σαλπίσει ο Κ. Σημίτης, περνούσε με ερπιστριοφόρες μπουλντόζες πάνω από οτιδήποτε αποτελούσε την ιδιαίτερη ταυτότητα του τόπου, το ισοπέδωνε και του έδινε νέα, ευρωπαϊκή μορφή. Πονούσαμε τον τόπο μας που καταστρεφόταν από τους ίδιους τους πολιτικούς ταγούς του τότε, σπαράζαμε ειλικρινά και κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να διασώσουμε ό,τι ήταν δυνατόν να περισωθεί και να ενεργοποιήσουμε το μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, που ήταν όμως αποβλακωμένο και βολεμένο στις θέσεις εργασίας του κράτους και της ανάπτυξης. Γίναμε τότε οι γραφικοί του συστήματος, "τροχοπέδη στην ανάπτυξη του νησιού" είναι ο πιο τιμητικός χαρακτηρισμός που έχω λάβει από το επίσημο κράτος και τους τοπικούς πολιτικούς εκφραστές του, περιθοπριοποιηθήκαμε εντέχνως και αγνοήθηκε κάθε ενέργεια και πρότασή μας. Εκδίδαμε για 15 ολόκληρα χρόνια ένα περιοδικό που παρουσίαζε μελέτες και θέματα του νησιού, και ήταν το μοναδικό έντυπο στην ιστορία του χιώτικου τύπου στο οποίο δεν γράφτηκε ποτέ συνδρομητής ο Δήμος ή η Νομαρχία, το επίσημο κράτος δηλαδή. Βιώσαμε τα πάντα. Από τον απίστευτο πόλεμο με εισβολές στα σπίτια μας της ΕΥΠ και της αστυνομίας έως την αδιανόητη αδιαφορία των πολιτικών αρχόντων στα όσα προτείναμε.
Το πράγμα φαινόταν ότι δεν θα πάει μακριά αλλά κανείς δεν έμοιαζε να το βλέπει, κι αν το έβλεπε δεν έμοιαζε να ενδιαφέρεται. Υπήρχε μια γενική ευφορία σύμφωνη με τους ρυθμούς ανάπτυξης που γράφανε με τις μεγάλες ρόδες τους οι μπουλντόζες, σύμφωνη και με την ανεμελιά και ελαφράδα που ταϊζανε τους ιθαγενείς τα τηλεοπτικά δίκτυα. Ζούσαμε στην επιτέλους πλούσια και ανταπτυσόμενη Ελλάδα της Ευρώπης.
Και καταλήξαμε εν τέλει εδώ που είμαστε σήμερα. Φτωχοί, χρεοκοπημένοι, υπερδανεισμένοι για δέκα γενιές, ξεπουλημένοι και δίχως καμιά ιδιαίτερη ταυτότητα. Μια κατεστραμμένη στο όνομα της ανάπτυξης χώρα.
Αντε τώρα συναγωνιστή να κατανικήσεις την ανθρώπινη αδυναμία σου και να μη νιώσεις ούτε για μια στιγμή χαιρεκακία. Δεν γίνεται, άνθρωπος είσαι. Ατελής κι αδύναμος. Προσπαθείς να το κατανικήσεις αυτό το κακό συναίσθημα αλλά κάποιες φορές σε βάζει κάτω η γλύκα της ιδεολογικής εκδίκησης που νιώθεις, ακόμα κι αν ξέρεις ότι σε παίρνει κι εσένα η μπάλα της καταστροφής μαζί με όλους τους άλλους. Ευτυχώς όμως, είναι μόνο στιγμιαίο το αυναίσθημα. Μετά έρχεται η λογική και το βάζει στην άκρη. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της συνέχειας του βίου επιβάλλει νέα δράση και νέα σχέδια και οράματα. Ήρθε η ώρα να δώσουμε σάρκα και οστά στις ιδέες μας που λοιδορούνταν και χλευάζονταν τόσα χρόνια. Ήρθε η ώρα της Αποανάπτυξης. Έχουμε χρέος να δείξουμε τον άλλο, τον μοναδικό βιώσιμο δρόμο. Τον δρόμο της σμίκρυνσης, της αυτάρκειας, της αλληλοβοήθειας μεταξύ δικτύων ανθρώπων, του σεβασμού στη γη, στη φύση, στις ιδιαιτερότητες που έχουν απομείνει σε κάθε τόπο. Μας έλαχε, συναγωνιστή, να επιβεβαιωθούν οι πεποιθήσεις μας πρωτού φύγουμε από τη ζωή και έχουμε χρέος να συνεχίσουμε την πορεία μας και να τις κάνουμε πράξη.

ΥΓ
Πριν δέκα χρόνια, επί Υπουργείας Αιγαίου Ν. Σηφουνάκη και επί Προέδρου Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλου, οι "αντιαναπτυξιακοί" και "γραφικοί" συνεργάτες μου κι εγώ προσωπικά κάναμε μια μεγάλη έρευνα και καταφέραμε να συλλέξουμε από ιδιωτικά αρχεία φωτογραφικό υλικό, μαρτυρίες, προσωπικά ημερολόγια και αρθρογραφία σχετικά με την περίοδο της απελευθέρωσης της Χίου από τους Τούρκους ή, σωστότερα, της κατάληψης της Χίου από τους Ελληνες, όπως έγραφε με πηχιαίους τίτλους ο τύπος τότε. Κάναμε μια έκθεση του υλικού ανήμερα της 90ης επετείου και ανάμεσα στους επισκέπτες της έκθεσης ήταν ο Υπουργός και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Τώρα, δέκα χρόνια μετά, ο Δήμος της Χίου ανακοίνωσε ότι αναζητά αρχειακό υλικό για την περίοδο αυτή, έτσι ώστε να τιμήσει με μια έκθεση τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση του νησιού και καλεί όποιους ιδιώτες έχουν κάτι στην κατοχή τους, να το δώσουν στον Δήμο για να το εκθέσει.
Κανείς από τους αναπτυξιολάγνους κρατούντες της πολιτικής σκηνής του νησιού δεν θυμάται ότι κάποτε είχε γίνει αυτή η έκθεση, διότι κανείς τότε δεν έδινε σημασία στο τι πράττουν και πρεσβεύουν οι αντιαναπτυξιακοί, οι γραφικοί, οι ύποπτοι του νησιού. Αυτό ως μια τελευταία απόδειξη της αποσύνθεσης που έφερε την γενικότερη καταστροφή. Διότι, σε όλη την Ελλάδα αυτή η αποσύνθεση υπήρχε, έτσι ακριβώς ήταν οι άνθρωποι, οι πολιτικοί κατέστρεφαν αναπτύσσοντας δήθεν, η βολεμένη και αδιάφορη πλειονότητα τους ανεχόταν και εκμεταλλευόταν καταστάσεις για να βγάζει χρήμα και οι λοξοί δουλεύανε με μεράκι και αγάπη για να σώσουνε ό,τι προλάβουν από την ευρωαπϊκή λαίλαπα που είχε έρθει να σαρώσει τα πάντα με λεφτά δανεικά.

Γιάννης Μακριδάκης