Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 4 Ιουνίου 2011

Η χρεωκοπία της ψυχοκόρης

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μία οικογένεια και μία ψυχοκόρη.
Ο πατέρας κι αρχηγός του σπιτιού ήταν ανεπάγγελτος χαρτοπαίκτης
Η μάνα αλλοπαρμένη μεγαλομανής έτρωγε όλα τα λεφτά στα λούσα και τα σούσι εστιατόρια
Ο γιός πρεζόνι που έτρωγε όλα τα λεφτά στη δόση του
Στο σπίτι είχαν μία ψυχοκόρη που όχι μόνο κράταγε όλο το σπίτι αλλά ξενοδούλευε κι από ΄δω κι από κεί για να φέρνει τα λεφτά στο σπίτι αφού κανείς άλλος δεν δούλευε για να έχει έσοδα.
Άμα μουρμούραγε καμιά φορά για την αδικία της λέγανε :-κι ευχαριστημένη να΄σαι που σε κρατάμε σπίτι μας.
Κάποια φορά ήρθανε να μείνουν δίπλα τους κάποιοι λεφτάδες κι αφεντικά.
Γίνανε κολλητοί, όλη στην οικογένεια , εκτός την ψυχοκόρη που συνέχισε να δουλεύει αγόγγυστα για να τους τρέφει, ντύνει, ποτίζει, πρεζώνει όλους, αλλά τώρα οι άλλοι είχαν μπει στα μεγάλα σαλόνια, στις μεγάλες χαρτοπαικτικές λέσχες, στις μεγάλες πρέζες και δεν φτάναν τα μιστά της ψυχοκόρης, οπότε άρχισαν να δανείζονται φαρδιά απ΄τους γειτόνους.
Ζήσανε μες τα λούσα για χρόνια ενώ η ψυχοκόρη συνέχισε να δουλεύει για όλους , να πληρώνει τα τρέχοντα και ποιό το κέρδος της;
Της δίνανε κι αυτηνής καμιά φορά κανένα δεύτερο φουστάνι ή καμιά μάρκα απ΄τα καζίνα να παίξει κι αυτή ή καμιά τζουρίτσα απ΄τις πρέζες για να μην καταλαβαίνει και πολλά-πολλά.
Πέρασαν τα χρόνια και μια μέρα έκανε σύσκεψη η οικογένεια, φώναξαν την ψυχοκόρη να της ανακοινώσουν ότι άλλα δανεικά δεν δίνουν οι γείτονες και είχαν χρέη μεγάλα και ότι πάει το σπίτι που ζούσαν το δώσανε κι αυτή θα δουλεύει τώρα για τους γείτονες μέρα-νύχτα χωρίς να πληρώνεται για να ξεχρεώσουν.
-Μα, είπε αυτή, εγώ δεν πήρα δανεικά, ούτε ξόδεψα αλλά πάντα δούλευα και τα πλήρωνα όλα.
-Δεν έχει σημασία , της είπαν οι άλλοι, δεν μας έβλεπες πού ξοδεύαμε πολλά, έπρεπε να μας σταματήσεις, άσε που την τράβηξες κι εσύ τη τζουρίτσα σου άρα όλοι μαζί τα φάγαμε.
-Εσεις τώρα θα σταματήσετε τις λέσχες, τα λούσα, την πρέζα; ρώτησε η χαζοβιόλα που κάτι είχε αρχίσει να καταλαβαίνει.
-Όχι βέβαια, αυτά είναι λειτουργικά έξοδα για το καλό του σπιτιού τα τρώμε.
-Και πόσο θα κρατήσει αυτό; ρώτησε η ψυχοκόρη
-Δυό χρονάκια και μετά θα μας ξαναδανείσουν οι γειτόνοι της είπαν και συνέχισαν να ζούν όπως πριν κι η κόρη να δουλεύει διπλά και να της πετούν ένα ξεροκόμματο.
Δεν πέρασε ένας χρόνος και ξανά σύσκεψη η οικογένεια.
-Δεν φτάσαν τα λεφτά που μάζεψες, είσαι ανίκανη, είπαν της ψυχοκόρης , τώρα θα δουλεύεις κι εδώ και στου γείτονα και θα ζεις χωρίς να τρως μήπως και ξεχρεώσουμε και παρεπιμπτόντως εκείνη την προίκα που είχες κρυμμένη την δώσαμε στους γείτονες εγγύηση.
-Και πόσο θα κρατήσει αυτό; ρώτησε το βόδι.
-Α, δεν ξέρουμε , είναι αναπροσαρμοζόμενο το πρόγραμμα της αποπληρωμής των δανείων, μπορεί και μια ζωή.

Κάθεται τώρα φουρκισμένη η ψυχοκόρη και το σκέφτεται.
Και σκέφτεται να πάει να πει στους γειτόνους: -για ακούτε να πάτε να τα πάρετε απ΄αυτούς που τα δανείσατε και τα ξοδέψανε και δεν γαμιέται και η προίκα μου φάτε την κι αυτήν αλλά εγώ τέρμα , δεν ξαναδουλεύω σ΄αυτό το σπίτι, έτσι κι αλλιώς θα πεθάνω απ΄την πείνα για να ζούν τα λαμόγια ας πεθάνω με το κεφάλι ψηλά και αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων…
Και το κλωθογυρίζει στο νου της ενώ φουντώνει απ’ την αδικία και κρατά και την σκούπα στο χέρι και στο τσακ είναι να τους πετάξει όλους στο δρόμο με κλωτσιές..
Και το σκέφτεται…
Κι είναι κοντά για να τ’ αποφασίσει.

Σοφία Λαμπίκη
4/6/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου