Ποτέ δεν υπήρξε Μόμπι Ντικ. Η φάλαινα ήταν φυσικά μια επινόηση του Αχαάβ. Αυτός ο ίδιος έφαγε το πόδι του όταν βρέθηκε επί τρεις μήνες πάνω ένα βράχο δίχως τροφή. Μέχρι που πέρασε ένα μπρίκι και τον μάζεψε· τότε, επειδή ντρέπονταν να πει την αλήθεια, αφηγήθηκε την εξωφρενική ιστορία για μια τεράστια λευκή φάλαινα που τον μακέλεψε. Σαν βότσαλα έπεσαν πάνω στο ξύλο του καραβιού τα χαχανητά των ναυτών που είχαν περιμαζέψει τον άθλιο φαλαινοθήρα: σιγά να μην τον άφηνε ζωντανό μια τέτοια φάλαινα, σιγά να μην χόρταινε μοναχά από το ποδάρι του.
Κι όμως με το πες-πες το πίστεψε, πως υπάρχει ο Μόμπι Ντικ. Και ξέρεις τι γίνεται άμα πιστέψεις κάτι πολύ: συμβαίνει στ’ αλήθεια. Κι έφτιαξε το Πίκουοντ και ξαμολήθηκε να εκδικηθεί: Τα υπόλοιπα έγιναν όπως τα γράφει εκείνο το βιβλίο: απέμεινε μονάχα άσπρος αφρός στο μέση της θάλασσας. Τόσο γκαζωμένος ήτανε ο τύπος που στο τέλος τον αφάνισε το ίδιο το ψέμα του.
Και το κακό δεν ήταν που αφάνισε αυτόν – αφάνισε και τους υπολοίπους του πληρώματος που δεν πίστεψαν τίποτε. Μα έτσι είναι: έστω κι ένας να φανταστεί τον Θεό στο τέλος όλοι τρώγονται, όλοι ρουφιούνται.
( Από τα χλωρά διαμάντια – γραμμένο από κείνον που τα γράφει αυτά.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου