Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Λαοκράτης Βάσσης: «Μια Αριστερά που δεν πατάει γερά στον τόπο της είναι μια καθ’ όλα άτοπη Αριστερά»


Ο Λαοκράτης Βάσσης δεν δίνει συχνά συνεντεύξεις. Εδώ και πολλά χρόνια ταυτισμένος με την υπόθεση της Αριστεράς, κρατούσε για τον εαυτό του ρόλο πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά πάντα στον πυρήνα της παραγωγής πολιτικής σκέψης. Προσωπικότητα της Αριστεράς με μακρά θητεία στο μετερίζι της, υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, από το οποίο γρήγορα διαγράφτηκε (το 1975) μαζί με συντρόφους και φίλους του όπως ο Σάκης Καράγιωργας, ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, ο Γεράσιμος Νοταράς, ο Στέλιος Νέστορας κ.ά.
Για πολλά χρόνια παρέμεινε ανένταχτος αριστερός, εργαζόμενος παράλληλα σ’ ένα από τα καλύτερα φροντιστήρια της Αθήνας, την «Παιδεία» και διδάσκοντας με απαράμιλλο τρόπο στις γενιές της Μεταπολίτευσης την έκθεση ιδεών. Το 1989 συνέβαλε στη δημιουργία του ενιαίου Συνασπισμού, στην Π.Γ του οποίου παρέμεινε μέχρι το 2000. Από τότε είναι απλό μέλος του ΣΥΝ και ταυτόχρονα συγγραφέας σημαντικών βιβλίων που αναζητούν τα αίτια της κακοδαιμονίας της χώρας και της Αριστεράς στη Μεταπολίτευση. Η ματιά του είναι αιρετική, ο κριτικός του λόγος αυστηρός και κοφτερός. Μια συζήτηση μαζί του για το παρόν και το μέλλον της Αριστεράς έχει πάντα απρόσμενο ενδιαφέρον.
- Στο τελευταίο σας βιβλίο ανιχνεύετε τα βαθύτερα αίτια της κρίσης και χρεοκοπίας μας. Ν’ αρχίσουμε απ’ αυτά;
Ένα από τα βασικά συμπτώματα των μεγάλων κρίσεων είναι η αδυναμία αυτών που τις περνάνε να συνειδητοποιήσουν το βάθος τους. Παρ’ ότι κρίση και χρεοκοπία βιώνονται οδυνηρά από τον λαό μας, καθώς η οικονομική της διάσταση είναι εφιαλτική, καθόλου δεν πείθομαι πως έχουμε καταλάβει γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε και συνακόλουθα πώς θα ξεβαλτώσουμε. Πολύ περισσότερο δεν μοιάζει να συνειδητοποιούμε πως τούτη η κρίση δοκιμάζει τις ίδιες τις υπαρξιακές αντοχές της εθνικής μας συλλογικότητας, καθώς έχει αγγίξει ακόμα και αυτό το πολιτιστικό μας κύτταρο. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος πως οι αναλύσεις μας έχουν κάνει κοινή πεποίθηση πως το δικομματικό πολιτικό σύστημα μετεξελίχτηκε σε σύστημα άγριας νομής της εξουσίας, αφού ιδιοποιήθηκε το κράτος και έθεσε την κοινωνία υπό ομηρεία. Και ούτε είναι τυχαία η ουδετεροποιητική αναφορά στο πολιτικό σύστημα εντελώς αφηρημένα, που σχεδόν βγάζει από το κάδρο των ευθυνών τα κόμματα εξουσίας, τις ηγεσίες τους και το πολυάνθρωπο παρασιτικό πολιτικό τους προσωπικό.
Γιατί αν είχαν γίνει οι σωστές αναλύσεις, θα είχαν ήδη διατυπωθεί συγκροτημένες προτάσεις για την απελευθέρωση του κράτους απ’ τα κόμματα εξουσίας και την απελευθέρωση της κοινωνίας απ’ το εξουσιαστικό πλέγμα κράτους και κομμάτων. Όπως θα είχαν φωτιστεί και τα βαθύτερα πολιτιστικά (πνευματικά, ηθικά, αξιακά και ταυτοτικά) αίτια της χρεοκοπίας. Γι’ αυτό πιο πολύ από την ίδια την κρίση και τη χρεοκοπία με τρομάζει η σύγχυσή μας. Περίπου συμπεριφερόμαστε σαν να είμαστε περαστικοί, σαν είμαστε ξένοι, σαν να μην είναι δικός μας ο τόπος.
- Αναφέρεστε στους μύθους της μεταπολιτευτικής Αριστεράς. Ποιοι είναι αυτοί;
Όλο το ιδεολογικό υπόβαθρο της μεταπολιτευτικής Αριστεράς ήταν αυτοπαγιδευτικό. Κι αυτό γίνεται φανερό αν ψάξουμε τον παρωχημένο αντιδεξιισμό της, που την εμπόδισε να αντιπαρατεθεί με τη δικομματική στρατηγική του αστισμού. Όπως αν ψάξουμε πώς λειτούργησε, λιγότερο ο μύθος του «γαλλικού Μάη» και περισσότερο ο μύθος του Πολυτεχνείου. Αναφέρομαι στην κακέκτυπη εξεγερσιακή λογική που τροφοδοτήθηκε από την κακή χρήση των μύθων και την εξαέρωση του εξεγερσιακού τους αρώματος. Για να μην μπω και στη μυθολογία τη σχετιζόμενη με τα ιδεολογικά στερεότυπα και την διαιωνιζόμενη ιστορικότητα της κρίσης της. Επρόκειτο για μια αυτοαναφορική μυθολογία ερήμην της πραγματικότητας, όπως δείχνει και η μεταπολιτευτική απήχησή της στον ελληνικό λαό.
- Ξέρω ότι η σκέψη σας βασανίζεται από την ιδέα ότι η Αριστερά πρέπει να βαδίσει στους άξονες της παιδείας και του πολιτισμού, ξεπερνώντας τη δυσανεξία της στη σχέση της με το «εθνικό».
Στη λογική μου η Αριστερά είναι πρωτίστως ταυτισμένη με την ποιότητα, την παιδεία και τον πολιτισμό. Για τη μεταπολιτευτική Αριστερά όμως, λυπάμαι που το λέω, ήταν προνομιακό πεδίο μόνο διακηρυκτικά. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο που στερείται πολιτιστικού οράματος για τον τόπο. Όπως δεν είναι καθόλου τυχαία η δυσανεκτική της σχέση με το «εθνικό», τον τόπο και την ιστορία του. Μια ιδεολογικά ενοχική σχέση, κόντρα στην αυτονόητη αλήθεια ότι μια Αριστερά που δεν πατάει γερά στον τόπο της είναι μια καθ’ όλα άτοπη Αριστερά.
- Μάλλον θεωρείτε ψευτοδίλημμα το ερώτημα αν πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στο «κοινωνικό» ή το «εθνικό» ζήτημα.
Σαφώς είναι ψευτοδίλημμα και μάλιστα τραγικά αυτοπαγιδευτικό. Γιατί, θέλεις δεν θέλεις, το «εθνικό» με το «κοινωνικό» δένονται διαλεκτικά. Αυτό δεν το καταλαβαίνεις, αν υπάρχεις διαμέσου της μεταφυσικής της ιδεολογίας. Αν η ιδεολογία σε οδηγεί στην αριστερή Νεφελοκοκκυγία και σε αποκόπτει από τον τόπο. Ενώ θα έπρεπε η ίδια να είναι συνδεδεμένη με το ιστορικό και πολιτιστικό μεδούλι της κοινωνίας. Αλλιώς, η ιδεολογία γίνεται κάτι το εντελώς ξεκομμένο προς το οποίο θα πρέπει η κοινωνία να προσαρμοστεί. Λέω πάντα απλά: δεν υπάρχει ο τόπος για την Αριστερά, αλλά η Αριστερά για τον τόπο.
Κι όταν λέω τόπος, εννοώ όλη την ιστορικο-πολιτιστική πραγματικότητα και προπαντός τον ελληνικό λαό. Μιλώ για μια Αριστερά που προφανώς δεν περιχαρακώνεται εθνικά και δεν αντιπαρατίθεται με τους άλλους τόπους. Διότι αν πατάς καλά στον τόπο σου, αυτό σε βοηθά να αγναντεύεις και όλους τους άλλους και να έχεις λειτουργική επαφή μαζί τους. Κι αν όλες οι «Αριστερές» του κόσμου πατάνε σωστά στους τόπους τους, τότε διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για μια πλουραλιστική, πολύχρωμη ανθρωπότητα όπου, για να θυμηθούμε και τον σύντροφο Μάο, «όλα τα λουλούδια θα ανθίζουν».
- Αυτό βέβαια προϋποθέτει σκληρή και επώδυνη αυτοκριτική.
Πολλά προϋποθέτει. Πρέπει να σπάσουμε ένα μυθολογικό κέλυφος στο οποίο είμαστε πιασμένοι. Η Αριστερά ώρες-ώρες εκπέμπει αυτιστικό πολιτικό λόγο. Και ενώ φαίνεται πως λέει πολύ ωραία πράγματα, επί της ουσίας δεν δίνει λύσεις. Γι’ αυτό και δεν ριζώνει στον τόπο και δεν γίνεται εθνικής εμβέλειας πολιτική δύναμη. Δεν φταίει η κοινωνία που δεν είμαστε τέτοια δύναμη. Φταίμε εμείς που δεν μπορούμε να μπούμε στο μεδούλι της και να εκφράσουμε τους βαθύτερους καημούς της. Ειδικά σήμερα, σ’ αυτή τη μεγάλη κρίση, αν η Αριστερά δεν αρθρώσει λόγο εθνικό, στον οποίο προφανώς ενυπάρχει το κοινωνικό, δεν θα μπορέσει να διαδραματίσει τον ρόλο που πρέπει για να βγάλει τον τόπο από την κρίση. Ο ρόλος της δεν είναι να πετάει νεράντζια στον ταξικό εχθρό, αλλά να οδηγήσει τη χώρα σε μετατροϊκανό ξέφωτο.
- Όλα αυτά μου ακούγονται σαν να αφορούν την ελληνική Αριστερά σε μια περίοδο όμως που το πρόβλημα έχει υπερεθνικές διαστάσεις. Νομίζω ότι αν το δούμε σε αυτή την προοπτική, το θέμα γίνεται πιο σύνθετο. Ακόμα και να πάταγε δηλαδή γερά στον τόπο της η Αριστερά, πόσο βαθιά θα μπορούσε να πάει, όταν το πρόβλημα είναι υπερτοπικό;
Χωρίς να παραγνωρίζω την υπερεθνική διάσταση του προβλήματος, νομίζω πως όταν την τονίζουμε συνεχώς, είναι σαν να πετάμε
τη μπάλα στην εξέδρα. Ας ξεκινήσουμε με ρεαλισμό από τον δικό μας τόπο και ας προσπαθήσουμε να επιλύσουμε προβλήματα στο πλαίσιο των αντικειμενικών δεδομένων. Το ότι η κρίση έχει και διεθνή διάσταση καθόλου δεν σημαίνει πως εκεί βρίσκονται όλα τα αίτια της κακοδαιμονίας μας.
- Σύμφωνοι. Αλλά υπάρχει και το δραματικό παρόν, η συγκυρία που θέτει διλήμματα οικονομικής υφής. Ευρώ ή δραχμή, Ευρώπη ή μόνοι μας. Η εθνική στρατηγική είναι απαραίτητη, αλλά δεν απαντά στο «εδώ και τώρα». Τα δύσκολα ερωτήματα είναι τα πρακτικά και τα συγκεκριμένα, πώς θα απαντήσει δηλαδή η Αριστερά στην κατηγορία που τη θέλει ανεύθυνη και ανεδαφική, να φυλάει εικονίσματα και να φαντασιώνεται οράματα.
Η εκπόνηση ενός αριστερού σχεδίου για να βγούμε από την κρίση, πρέπει να απαντάει και σ’ αυτά. Υπάρχει όμως το «τούτων δοθέντων». Ξεκινάμε από τους αντικειμενικούς περιορισμούς. Πρέπει η απάντηση στην κρίση να χτυπάει τις βαθύτερες ρίζες της κακοδαιμονίας μας. Που σημαίνει πως η αντιμετώπιση της πνιγηρής οικονομικής της διάστασης δεν είναι δυνατή παρά μόνο στο πλαίσιο μιας γενικότερης και μακρόπνοης στρατηγικής που εξαλείφει τα βαθύτερα αίτιά της. Μιας εμπνευσμένης στρατηγικής: αναθεμελιωτικής, καθ’ όλα ανορθωτικής και αναγεννητικής. Αυτή η στρατηγική ούτε έχει εκπονηθεί ούτε ανιχνευτεί. Ό, τι λέγεται ως τώρα δεν υπερβαίνει τα όρια των μεταπολιτευτικών λογικών. Η ελληνική κοινωνία πρέπει να αποκτήσει ευνομούμενη πολιτεία και λειτουργική συλλογικότητα. Το ελληνικό μας πρόσωπο έχει κακοπάθει από τις «τοξίνες» της Μεταπολίτευσης. Ας μη θεωρηθεί υπερβολή, εδώ που φτάσαμε, χρειαζόμαστε εθνική επανεκκίνηση με οραματικό πνεύμα και φλόγα Φιλικής Εταιρίας και εαμικής έμπνευσης.
- Είναι όμως κι άλλα τα καυτά ζητήματα για την Αριστερά. Με το μεταναστευτικό, ας πούμε, υπάρχει κίνδυνος να παγιδευτεί;
Πολύ συχνά οι αριστεροί, παρασυρμένοι από την ιδεολογική μας ευαισθησία, ξεχνάμε τις οριακές μεταναστευτικές αντοχές του τόπου μας. Αναμφίβολα δεν μπορεί η Αριστερά να παραγνωρίζει, λόγω του αξιακού της περιεχομένου, τα δικαιώματα των μεταναστών και να αγνοεί την τραγική τους μοίρα. Από την άλλη πλευρά όμως υπάρχουν αδυσώπητα προβλήματα, που δημιουργεί το μεταναστευτικό κύμα. Εμείς δεν γίνεται να μιλάμε σαν να είμαστε κάτοικοι του Λουξεμβούργου. Ο λόγος της Αριστεράς πρέπει να συνδυάζει το σχετικό με τα δικαιώματα των μεταναστών αξιακό της περιεχόμενο με τις οριακές δυνατότητες υποδοχής τους στη χώρα μας.
- Κάπου διάβασα πρόσφατα ότι ο Τσίπρας είναι ο απόγονος του λαϊκιστικού λόγου του ΠΑΣΟΚ του ’80. Πώς βλέπετε τον λόγο του;
Είναι ελπιδοφόρα αιχμή προς το μέλλον της Αριστεράς μας. Όλο περισσότερο πείθομαι πως έχει συνειδητοποιήσει τις χρόνιες αδυναμίες του χώρου μας και πως διαμορφώνει συνθήκες για να τον απαλλάξει από τα «βαρίδια» του. Είναι δείγμα κρίσιμης ωριμότητας το ότι η σύγχρονη ριζοσπαστική αριστερά συναντιέται όλο και περισσότερο με την πατριωτική και δημοκρατική παράδοση της εαμικής Αριστεράς, γεφυρώνοντας ένα χάσμα που δημιούργησε η ψευτοεπαναστατική μεταφυσική ατοπία, δήθεν διεθνιστική, που αποξένωσε την Αριστερά απ’ τον λαό αναφοράς της. Θέλω να πιστεύω πως το εκλογικό αποτέλεσμα, πρωτίστως μια συνεκτική κοινοβουλευτική ομάδα, θα του επιτρέψουν να λύσει (κόψει) τον «Γόρδιο δεσμό» των παραλυτικών αντιφάσεων του κομματικού σχηματισμού του οποίου ηγείται και να κάνει τον υποσχετικό του λόγο και ρόλο πειστικά πρωτοποριακό. Θα κριθεί από την απάντηση που στην κρίση που τη χρωστάει στον τόπο. Μια απάντηση που πάει μαζί με την ουσιαστική πολιτική, ιδεολογική και πολιτιστική ηγεμονία της Αριστεράς στον τόπο μας, έτσι που να μπορεί να ανυψωθεί σε εθνικής εμβέλειας πρωτοποριακή δύναμη και να ανοίξει δρόμο προς τη νέα Μεταπολίτευση.
- Αλήθεια, πότε θα τελειώσει η Μεταπολίτευση;
Όταν βάλουμε έστω και το ένα πόδι μας στην επόμενη μέρα της. Δεν έχουμε δυστυχώς αρθρώσει ακόμη λόγο ρήξης με το τέλμα της. Αν δεν αναιρεθούν τα αίτια της χρεοκοπίας, δεν είναι δυνατόν να πάμε σε νέα Μεταπολίτευση. Το ένοχο πολιτικό της σύστημα αποδεικνύεται εφτάψυχο. Και βέβαια δεν μπορεί να μην σε πιάνει θλίψη με τον απίθανο κατακερματισμό της Αριστεράς. Και δεν είναι μόνο ο εξωτερικός κατακερματισμός, αλλά καιο εσωτερικός. Δηλαδή, και μέσα στα κόμματα της Αριστεράς θα βρούμε το χάλι που υπάρχει στις μεταξύ τους σχέσεις. Άρα, δεν είμαστε ακόμα στην ενωτική ωριμότητα που θα μας
έδινε τη δυνατότητα να ηγηθούμε της προσπάθειας εξόδου από την κρίση με τον δικό μας λόγο εθνικής εμβέλειας.
- Για το εγχείρημα της ΔΗΜΑΡ τι γνώμη έχετε;
Η μακρά αγωνιστική συμπόρευση και η φιλία με ηγετικά στελέχη, όπως ο Φώτης Κουβέλης και ο Θανάσης Λεβέντης, δεν μου επιτρέπει, ενόψει εκλογών, να ασκήσω σκληρή κριτική στο εγχείρημα. Ούτε θα ασχοληθώ με το ότι την περίοδο που έφυγαν, ο Τσίπρας επιχειρούσε την ανατροφοδότηση των συνασπισμικών συντεταγμένων που επί της ουσίας κάλυπταν και τις δικές τους διακηρυγμένες πολιτικές και ιδεολογικές ανησυχίες. Θα αρκεστώ όμως να πω πως το σχήμα αυτό πάσχει ιδρυτικά από μια ταυτοτική διλημματικότητα, που ήδη εκδηλώνεται με τις πρώτες κρίσιμες αποχωρήσεις ιστορικών στελεχών, όπως ο Αθανασίου και ο Σταματάκης. Μπορεί αυτή η ταυτοτική διλημματικότητα να καλυφτεί κατά την προεκλογική περίοδο από έναν «στρογγυλό» λόγο, από έναν λόγο που σαν αυγό στέκεται από όλες του τις μεριές.
Όχι όμως και μετεκλογικά, οπότε οι του διαχειριστικού κυβερνητισμού από τη μια και οι της αριστεροδημοκρατικής λογικής από την άλλη, επιτρέψτε μου τη σχηματοποίηση, δεν θα μπορούν να συνυπάρχουν χωρίς αυτοαναιρέσεις της μιας ή της άλλης πλευράς. Θα μείνω σε αυτά τα λίγα για ευνόητους λόγους, προσθέτοντας πως πολύ θα ήθελα οι συνασπισμικοί σύντροφοι της ΔΗΜΑΡ να επανέλθουν στη γνωστή τους στέγη. Αυτή που κάποτε, και αναφέρομαι στον ενιαίο ΣΥΝασπισμό, μας ένωσε όλους, μαζί και το ΚΚΕ. Κι ήταν η μόνη σοβαρή επιλογή της μεταπολιτευτικής Αριστεράς, ανεξάρτητα απ’ το αν υπονομεύτηκε εκ των ένδον από ηγετικούς «κεκράχτες» των δυο κύριων πρωταγωνιστών της. Αναρωτιέμαι, γιατί είναι ανέφικτη μια ανανεωμένη εκδοχή της ενωτικής συνασπισμικής λογικής σήμερα; Ό, τι κι αν λένε αυτοί που τη θεωρούν ανέφικτη, η στρατηγική της ενότητας της Αριστεράς, προφανώς σε δημοκρατική και κινηματική βάση, είναι μονόδρομος για όλες της τις δυνάμεις.
- Τη γραμμή ΚΚΕ πώς την κρίνετε;
Αναρωτιέμαι, πώς οι σύντροφοι του ΚΚΕ μπόρεσαν και έκαναν τότε (1989) το μεγάλο βήμα προς τη συνασπισμική λογική και τώρα δεν μπορούν να το κάνουν ξανά. Έχουμε πια την εμπειρία από τα λάθη που κάναμε όλοι. Γιατί δεν μπορεί οι ίδιοι να μην αντιλαμβάνονται ότι αυτός ο μοναχικός δρόμος είναι παντελώς αδιέξοδος. Αν όμως ξαναθυμούνταν την πολιτική φιλοσοφία του ενιαίου ΣΥΝ και γίνονταν επεξεργασίες στο σημερινό πεδίο, με την τρόικα στον σβέρκο να κάνει πιο επιτακτική τη σύμπραξη, νομίζω πως τότε θα δημιουργούσαμε συνθήκες ώστε η ελληνική κοινωνία να κρεμαστεί στην κυριολεξία από την Αριστερά. Πόσο λείπει σήμερα ένας Χαρίλαος Φλωράκης…
- Είστε αισιόδοξος;
Όλοι δίνουμε μια εσωτερική μάχη καταπολέμησης της απαισιοδοξίας μας. Πιάνομαι από τη σκέψη πως καμιά κοινωνία δεν αυτοκτονεί. Όπως πολύ περισσότερο πιάνομαι από τη σκέψη ότι οι λαοί στα δύσκολα κρατιούνται από την ψυχή τους. Κι εμείς ακόμα και από τα υπόλοιπα της ψυχής μας να κρατηθούμε, θα τα βγάλουμε πέρα. Με το έπος του ΄40 και το μεγαλείο της Αντίστασης πολύ κοντά μας, δεν έχουμε το δικαίωμα της παραίτησης. Ο Γλέζος μας το υπενθυμίζει με το να είναι και στα ενενήντα του σημαιοφόρος του λαού μας.
- Η μεγαλύτερη φοβία ή ανησυχία σας ποια είναι;
Να παραταθεί αυτή η αμήχανη σύγχυση και ο διαλυτικός φυγοκεντρισμός της κοινωνίας μας.
- Στο φαντασιακό της γενιάς μου, ο Δεκέμβρης του ’08, παρ’ όλες τις εκτροπές που συνέβησαν, ενέχει θέση σημαδιακή. Στο βιβλίο σας ασκείτε αυστηρή κριτική στη μορφή που έλαβε η έκφραση της οργής.
Θα ήθελα να κάνουμε το μεγάλο βήμα από την οργή στη σκέψη. Στο βιβλίο τόνισα την υπέρτατη σημασία του εξεγερσιακού αρώματος. Χωρίς αυτό το άρωμα δεν μπορεί να υπάρχει ανάσα ζωής. Τι όμως παρατήρησα με έντονο σκεπτικισμό; Αυτό το άρωμα το βουτήξαμε μέσα σε απόνερα. Και τα απόνερα είναι όλες οι αυτοαναιρετικές ακρότητες. Αν πάρουμε τα γεγονότα του Δεκέμβρη, τα οποία αφρόνως κάποιοι παρομοίωσαν ακόμη και με το 1821, θα δούμε ότι είχαν τη θετική εξεγερσιακή διάσταση, αλλά και τη σκοτεινή, τη μηδενιστική διάσταση. Όσο οι εξεγερσιακές ανατάσεις θα εκτρέπονται για διάφορους λόγους σε μηδενιστικές ατραπούς, το εξεγερσιακό άρωμα θα εξαερώνεται και αντί να υπηρετούμε αυτό για το οποίο εξεγειρόμαστε, θα γινόμαστε υπηρέτες όσων χαλκεύουν δεσμά στην κοινωνία. Θέλω η νεολαία να περιφρουρεί η ίδια την αγιότητα των εξεγερσιακών της στιγμών.
- Περνώντας στις δυο τελευταίες ερωτήσεις. Η ευθύνη της χρεοκοπίας περιορίζεται στο πολιτικό προσωπικό; Ποιος τελικά ευθύνεται;
Αξιοποιώντας μια παραβολική προσέγγιση σ’ αυτό το ερώτημα ενός γέρου από την πατρίδα μου την Ήπειρο, θα έλεγα μαζί του πως αν κοιταχτούμε στο πηγάδι της Μεταπολίτευσης θα βρούμε την απάντηση. Χωρίς, εννοείται, αυτή η απάντηση να έχει σχέση με την κυνική χυδαιότητα του «μαζί τα φάγαμε». Σε κάθε περίπτωση όμως, όταν ψάχνουμε για ευθύνες και κοιτάμε απέναντι, δεν θα βρίσκουμε τη σωστή απάντηση. Η ευθύνη επιμερίζεται: ευθύνη διάπραξης του κακού, συνέργειας στο κακό, ανοχής του κακού, όχι επαρκούς αντίδρασης στο κακό κ.λπ. Στην κορυφή της κλίμακας των υπευθύνων βρίσκονται τα δυο κόμματα εξουσίας, οι ηγεσίες τους και το πολιτικό τους προσωπικό. Προσπερνώντας όμως όλους αυτούς, θα σταθώ ιδιαίτερα στις ευθύνες των διανοουμένων, πνευματικών ανθρώπων, καλλιτεχνών, επιστημόνων και δημοσιογράφων που σιτίστηκαν παχυλώς στο πρυτανείο της Μεταπολίτευσης και τώρα, με περισσεύον θράσος, κάνουν και κριτική, σαν να μην ήταν αυτοί που συμπορεύτηκαν, με το αζημίωτο πάντοτε, με όλες τις αποχρώσεις της δικομματικής συγκυριαρχίας. Αυτό για μένα είναι ένα από τα πιο ανησυχητικά συμπτώματα της κρίσης. Θου κύριε, φυλακήν τω στόματί μου!
- Θέλω να κλείσουμε με ένα υπαρξιακό ερώτημα για τη γενιά μου, τους νέους ανθρώπους. Είσαι δάσκαλος και ξέρω την ευαισθησία σου. Τι θα έλεγες από καρδιάς σε έναν νέο άνθρωπο, 18, 25, 35 χρόνων, που έχει υποστεί το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, το κυρίαρχο μεταπολιτευτικό πολιτιστικό μοντέλο, την κομματική λειτουργία της κοινωνίας και που δεν αλλοτριώθηκε και είναι διατεθειμένος να το παλέψει.
Είναι το δυσκολότερο ερώτημα. Αν έχουμε δικαίωμα οι των ένοχων μεταπολιτευτικών γενεών, ακόμα και αυτοί που ήμασταν σε βαθιά ρήξη με το διαχειριστικό κατεστημένο, να δίνουμε συμβουλές προς τους νέους, θα τους έλεγα: να συνειδητοποιήσουν και να αναδεχτούν τη βαριά ευθύνη της ελληνικής συνέχειας σ’ αυτό το τόσο δύσκολο για τη συλλογικότητά μας σταυροδρόμι. Πολύ θα ήθελα να ξυπνήσει μέσα τους το κατά Σβορώνο αντιστασιακό «ένστικτο» του λαού μας, έτσι που, πατώντας γερά στον τόπο μας, να σηκώσουν την πεσμένη από τα χέρια μας σκυτάλη και να βρουν διέξοδο.
Τρομάζω όταν σκέφτομαι τα φορτία που μετέφερε στους ώμους τους η μεταπολιτευτική αφροσύνη. Ιδιαίτερα προς τους αριστερά υποψιασμένους, αυτό το ελπιδοφόρο και ανήσυχο κομμάτι της νεολαίας μας, θα έλεγα, πέραν του να φυλάγονται από τα τυφλά «ιερατεία» και τους μικρούς «βούδες», όλου του αριστερού χώρου, να διδάσκονται από θεωρητικούς όπως ο Γκράμσι και να βλέπουν μαζί του «εθνική την αφετηρία και διεθνιστική την προοπτική…». Πρωτίστως όμως να διδάσκονται από τους κλασικούς της γραμματείας μας, στους οποίους στηρίχτηκαν οι μεγάλοι θεωρητικοί της Αριστεράς, με πρώτον απ’ όλους τον ίδιο τον Μαρξ. Γι’ αυτό πάνω απ’ όλα θα τους συμβούλευα μέτρο της αριστεροσύνης τους να είναι η ποιότητα, που θέλει παιδεία και ήθος. Μελετώντας τα λάθη της Μεταπολίτευσης, εύχομαι να μην τα επαναλάβουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου