Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Το Ποτάμι




Έκανε κρύο, πολύ κρύο..
Χειρότερα απ΄το κρύο που έκανε όταν χιόνιζε στα βορεινά της πατρίδας της.
΄Ετρεχε…
Άκουγε πίσω της σκυλιά να αλυχτάνε και δεν ήξερε αν ήταν σκυλιά των Τούρκων στρατιωτών ή των τελευταίων χωριατόσπιτων που είδε από μακριά φωτισμένα.
Μόνο έτρεχε και κρύωνε
Και τραβούσε απ΄το χέρι το γιό της, αμούστακο παιδάκι που το ξεσήκωσε στο δρόμο να το γλυτώσει.
Πού νάναι ο άντρας της; σκεφτόταν
Χαμένος 3 μήνες τώρα. Να ζεί;
Έτρεχε μες το σκοτάδι .Το κρύο τη νύσταζε κι έλεγε από μέσα της στίχους απ΄το Σαχναμέ του Φερντοσί που είχε μάθει παιδί για να κρατιέται ξύπνια.
Ο μικρός δεν έκλαιγε πια. Είχε σταματήσει. Τον πρώτο καιρό έκλαιγε συνέχεια, ήθελε το σπίτι του, το γάτο του, τους φίλους του.
Πώς να εξηγήσεις σ΄ένα παιδί ότι πρέπει να τα αφήσεις πίσω όλα για να γλυτώσεις τη ζωή σου; Ότι πρέπει να πας χιλιόμετρα μακριά, παράνομος, σε μια Βόρεια πατρίδα, ξένη, σε συγγενείς μακρινούς για να γλυτώσεις;
Πλήρωσε όλη την περιουσία της στον Τούρκο που την πέρασε απ΄τα σύνορα και την έφερε εδώ σ΄άλλα σύνορα για να τα περάσει κι αυτά και νάβρει μπρος της άλλα , καινούργια.
Βρωμιάρηδες Αραβες τους φώναζαν στο δρόμο, Ιρανοί είμαστε έλεγε η γυναίκα, Πέρσες με ιστορία χιλιάδες χρόνια, πολιτισμό και κοιμισμένους βασιλιάδες στην έρημο.
Σκουπίδια και βρωμιάρηδες είστε τους λέγανε. Πρόσφυγες, λαθραίοι, κλέφτες κι εγκληματίες.
Έμαθε να σωπαίνει και να προχωρά. Και να τραβά το δρόμο της και το γιό της μαζί, αμίλητη.
Κρύο που κάνει, σκέφτηκε. Εδώ μπροστά πρέπει να είναι το ποτάμι που της είπε ο Τούρκος. Απέναντι έβλεπε μακριά σπίτια, φωτισμένα, έχουν γιορτή οι Έλληνες της είχε πει, εύκολα θα περάσεις απόψε , κανείς δεν θα φυλάει το ποτάμι.
Μόνο απ΄το ποτάμι περνούσανε πια, φυλάγανε γύρω - γύρω Ευρωπαίοι αστυφυλάκοι.
Μόνο απ΄το νερό.
Ενοιωσε το έδαφος να χαμηλώνει , κι άκουσε τη βουή του ποταμού.
Μαύρο και κρύο. Από μέσα έπρεπε να περάσει κι αυτή και το παιδί. ’Ετσι της είπε ο Τούρκος. Απέναντι θα περίμενε ένας Έλληνας να την πάει παρακάτω.
Αν πέρναγε το ποτάμι..
Κουκούλωσε το μικρό. Τον φίλησε. Τον έπιασε απ΄το χέρι και βούτηξαν στα αφώτιστα νερά. Δεν είχε φεγγάρι, καλή νύχτα για πέρασμα.
Το κρύο νερό τους μαχαίρωσε .Ένα μικρό βογκητό και κλάμα βγήκε απ τα χείλια του παιδιού.
Αμίλητοι κι οι δυό άρχισαν να κολυμπούν στο πουθενά.
Άκουσε κάτι σκυλιά μακριά αλλά δεν ήξερε αν ακούγονταν από κει που φύγανε ή από κει που πηγαίνανε.
Πάγωνε, δεν ένιωθε τα χέρια της , αν κράταγε το παιδί δεν καταλάβαινε. Το φώναξε ,δεν πήρε απάντηση.
Το νερό την παράσερνε και πάγωνε. Βούλιαζε.
Ένιωσε κάτω απ τα πόδια της την άμμο του ποταμού. Κάπου θα είχε χάσει τα παπούτσια της.

Ένιωσε κάτω απ΄τα πόδια της την άμμο. Ζεστή, καφτή. Γελούσε. Ήταν νέα, κορίτσι πράμα και μύριζε τα τριαντάφυλλα της πατριδας της του Ισφαχάν.
Οι φίλες της την φώναζαν να πάει να παίξουν.
Γέλασε ξανά.
Είχε φτάσει στο σπίτι πιά.

σοφία λαμπίκη

«Με τη ζωή τους πλήρωσαν την προσπάθεια να διασχίσουν κολυμπώντας τον ποταμό Έβρο, για να περάσουν από την Τουρκία στη χώρα μας ένα 12χρονο αγόρι, με τη μητέρα του. Το πτώμα του αγοριού βρέθηκε δίπλα στην παγωμένη σορό της 59χρονης μητέρας του, στις όχθες του ποταμού Έβρου στην περιοχή Φερών, ενώ από τα έγγραφα που βρέθηκαν στα ρούχα τους προκύπτει ότι είναι Ιρανικής καταγωγής.»Από τον Τύπο

1 σχόλιο:

  1. Τι σχολεια να κανεις μπροστα στον ανειπωτο ανθρωπινο πονο !!!
    Ας βαλουμε στη θεση τους τους εαυτους μας μηπως και δουμε το θεμα στην πραγματικη του διασταση .

    ΑπάντησηΔιαγραφή