Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Οι γάτες του σπιτιού μας Ένα κείμενο του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Αντί να σας πω λίγα λόγια για τα ποιήματά μου, σκέφτηκα να σας μιλήσω για τα γατιά μου. Νομίζω ότι δεν θα είναι και άσκημα, στο κάτω κάτω ανάλογα με τις αγάπες μας καταλαβαίνει κανείς και το τι είμαστε. Και χώρια που, μιλώντας για ποιήματα, γλιστράμε σε κουλτουριάρικες αναλύσεις και θεωρίες, ενώ μιλώντας για γατιά, θέλοντας και μη, δεν ξεφεύγουμε απ' την ίδια τη ζωή. Καλύτερα λοιπόν ιστορίες από τη ζωή παρά αναλύσεις για την τέχνη.

Εμείς στο σπίτι μας αγαπούσαμε ανέκαθεν τα γατιά. Οι γονείς μου ήρθαν το 1924 ανταλλάξιμοι από την Κωνσταντινούπολη. Η μητέρα μου έφερε μαζί της και την αγαπημένη της σκυλίτσα, τη Λιλίκα. Η Λιλίκα έζησε κάμποσα χρόνια, ως το 1931 που γεννήθηκα. Τότε ένα αυτοκίνητο την πάτησε μπροστά στα μάτια της μητέρας μου. Η μητέρα μου υπέφερε πολύ απ' αυτό το ατύχημα· από τότε δε θέλησε να πάρει άλλο σκυλί, και το έριξε στα γατιά. Ετσι λοιπόν, από το 1931 και μετά, στην οικογένειά μας η μία γάτα διαδεχόταν την άλλη. Μέσα σ' ένα κλίμα αγάπης και στοργής προς τα γατιά μεγάλωσα κι εγώ, και μάλιστα με πολλή χαρά κοιμόμουνα αγκαλιά μαζί με τα μικρά γατάκια, ενώ στο κρεβάτι των γονιών μου, και μάλιστα στα πόδια τους, συνήθιζε να κοιμάται η μεγάλη γάτα. Αυτή τη συνήθεια την κρατώ ως σήμερα: το μικρό στην αγκαλιά, η μεγάλη στα πόδια μου.

Ως τη γερμανική κατοχή τα γατιά μας πήγαιναν καλά. Αλλά το 1942 που έπεσε μεγάλη πείνα και κοντέψαμε να πεθάνουμε όλοι μας, φυσικά τα πρώτα που πέθαναν ήταν τα ζωντανά μας, πρώτα τα καναρίνια μας και μετά οι δύο γάτες μας. Οσο σκληρή και να ήταν η εποχή, είχαμε ακόμη αρκετή τρυφερότητα για να θρηνήσουμε αυτές τις απώλειες. Θυμούμαι μάλιστα ότι στο σπίτι που μέναμε, στην οδό Φλωρίνης, ο πατέρας μου έθαψε τα γατιά και τα καναρίνια στο υπόγειό μας. Το 1944, και πριν ακόμη φύγουν οι Γερμανοί, πήραμε πάλι μια γάτα, που οι απόγονοί της έζησαν μαζί μας πάνω από είκοσι χρόνια. Το 1963, όταν έγινε η διάνοιξη της οδού Αγίου Δημητρίου, το σπίτι μας βγήκε επάνω στον δρόμο και ο νοικοκύρης μας το έδωσε με αντιπαροχή. Τότε αναγκαστήκαμε να φύγουμε, και μάλιστα αρκετά μακριά, στην Κάτω Τούμπα, όπου είχαμε συγχωριανές της μητέρας μου και μας ήθελαν να είμαστε όλοι κοντά. Και πήγαμε, αλλά δεν θυμάμαι για ποιο λόγο, αφήσαμε τα γατιά μας στο παλιό σπίτι, κάτι που μου κόστισε πολύ.

Στην Κάτω Τούμπα μείναμε δέκα χρόνια σε μια ειδυλλιακή μονοκατοικία, ή μάλλον σε ένα κουκλόσπιτο, με κηπάκι που ήταν από την πίσω μεριά. Εκεί βρήκαμε μια νέα γατούλα, την Τζούλη. Αυτή έζησε δεκαεξίμισι χρόνια και την πήραμε μαζί μας στο απέναντι ωραίο δίπατο, όπου μετακομίσαμε, όταν το κουκλόσπιτο έπεσε κι αυτό με τη σειρά του θύμα της αντιπαροχής. Η Τζούλη δεν έφευγε απ' την αγκαλιά της μητέρας μου και της έκανε συντροφιά όταν εγώ έλειπα στη δουλειά. Τη γατούλα αυτή την αγαπούσαμε πάρα πολύ, γιατί ήταν τυφλή, και γι' αυτό νιώθαμε μεγάλη τρυφερότητα γι' αυτήν. Η Τζούλη πέθανε λίγο καιρό πριν να πεθάνει η μάνα μου και την πήρα και την έθαψα στο κτήμα του Καλού. Το κτήμα του Καλού είναι ένα τεράστιο κτήμα, σχεδόν εγκαταλειμμένο, ανάμεσα Ανω και Κάτω Τούμπα. Εκεί ανακάλυψα σε μια γωνιά ένα μέρος πολύ κατάλληλο για να τη θάψω, έσκαψα σε σκληρό χώμα που από πάνω είχε πολλά ξερόκλαδα, και έτσι κανείς δεν μπορούσε να ανακαλύψει το μέρος. Από τότε εκεί έθαβα όλα τα γατιά μου, όταν πέθαιναν, και μέσα στα είκοσι επτά χρόνια που μείναμε συνολικά στην Τούμπα έθαψα επτά γατιά. Αυτό ήταν το νεκροταφείο των γατιών μου, που το αγάπησα όσο και τα σπίτια που έζησα.

Λίγο μετά την Τζούλη πέθανε και η μητέρα μου, τον Νοέμβριο του 1981. Τη θάψαμε στη Μαλακοπή, που είναι το ωραιότερο και συμπαθητικότερο νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης. Ηταν ένα ωραίο απόγευμα, χειμωνιάτικο αλλά φωτεινό και ευχάριστο, και μαζευτήκαμε όλοι οι φίλοι, μια και δεν υπήρχαν συγγενείς, για την κηδεία. Εκεί που περιμέναμε στο νεκροστάσιο, κι εγώ ήμουν πολύ θλιμμένος και βουρκωμένος, ξαφνικά εμφανίζεται μια ωραία γατούλα, από τις πολλές που περιέτρεχαν το νεκροταφείο, και έρχεται και στέκεται δίπλα μου σοβαρή σοβαρή. Οταν ξεκίνησε η μικρή πομπή από το νεκροστάσιο για να πάμε στο εκκλησάκι για τη νεκρώσιμη ακολουθία, η γατούλα με συνόδευε από δίπλα μου, χωρίς ούτε να χαϊδολογιέται ούτε να νιαουρίζει. Διανύσαμε μαζί καμιά διακοσαριά μέτρα και, μόλις φτάσαμε στα σκαλοπάτια της εκκλησίας, με εγκατέλειψε και εξαφανίστηκε. Αναρωτιόμουν πώς εμφανίστηκε αυτή η γάτα σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή και πώς προχωρούσε σιγά σιγά στον ρυθμό της μικρής πομπής για να με συνοδεύσει. Μου φάνηκε ότι είχε 'ρθεί για να με παρηγορήσει, γιατί κανείς συγγενής δεν υπήρχε για να με συνοδεύσει, και ήτανε ίσως η μόνη ύπαρξη που θα μπορούσε να μου κάνει συντροφιά εκείνη την ώρα. Επίσης έκανα και τη σκέψη μήπως η ωραία αυτή γατούλα είχε εμφανιστεί για να αποχαιρετήσει τη μητέρα μου σαν εκπρόσωπος όλων των γατιών της Θεσσαλονίκης, τα οποία με αυτό τον τρόπο αναγνώριζαν τα πενήντα χρόνια της αγάπης και της στοργής που τους είχε δείξει η μητέρα μου. Οταν έφυγε η γάτα, πρόσεξα ότι ακόμη και το ηλιοβασίλεμα εκείνο το σούρουπο ήταν πολύ φαντασμαγορικό και εξαίσιο, και επιπλέον πολύ κοντά στο νεκροταφείο ακούγονταν κάτι ωραιότατα ρεμπέτικα. Λοιπόν, η συντροφιά της γατούλας, το ωραίο ηλιοβασίλεμα και τα ωραία ρεμπέτικα μου 'δωσαν τόση χαρά και τόση αισιοδοξία που ξέχασα το βούρκωμά μου και άρχισα και σκέφτομαι πως δεν μπορεί όλα να σταματούνε εδώ· οπωσδήποτε κάτι υπάρχει, η ζωή συνεχίζεται και από την άλλη πλευρά του λόφου.

Μετά τον θάνατο της μητέρας μου, και πάλι δεν μου έλειψαν οι γάτες. Σε λίγο καιρό ήρθε και με πλησίασε μια ξένη γάτα από έξω, τρίφτηκε στα πόδια μου, χαϊδεύτηκε, γίναμε φίλοι, και έμεινε στο σπίτι μας. Αυτή ήταν η Τσογλανίτσα. Η Τσογλανίτσα ήταν χαριτωμένη, μου έκανε πολλή παρέα, με αγαπούσε και την αγαπούσα, ζήσαμε μαζί κάμποσα χρόνια και μου γέννησε τρία γατάκια, αρσενικά και τα τρία, που τους έδωσα βιβλικά ονόματα: ο Ανανίας, ο Αζαρίας και ο Ιεχονίας. Ενα χρόνο μετά η γατούλα πέθανε από μια ακατάσχετη αιμορραγία στην κοιλιά της. Τυραννίστηκε μια ολόκληρη νύχτα και το πρωί τη βρήκα πεθαμένη. Την έκλαψα πολύ και πήγα και την έθαψα μαζί με το άλλο γατάκι. Γι' αυτήν έγραψε ένα διήγημα ο Περικλής Σφυρίδης.

Εμειναν τα τρία γατιά, που παίζαν στο σπίτι και μου έδιναν πολλή χαρά. Ο Ανανίας, που για πλάκα τον φώναζα και Αυνανία, ήταν ένα ωραίο και πανέξυπνο γατάκι. Του άρεζε να κάθεται στο γραφείο μου και να μου ανακατώνει με τα νυχάκια του τα χαρτιά. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να το χαρώ πολύ, γιατί ένα απόγευμα κάποια παλιόπαιδα της γειτονιάς, για να το ξαφνιάσουν και να το κάνουν να τρομάξει, το έσπρωξαν σε έναν λάκκο με σβησμένο ασβέστη και το γατί έπεσε μέσα. Ετρεξα και το έβγαλα αμέσως, αλλά είχε υποστεί φοβερά εγκαύματα. Ο,τι και να έκανα, ό,τι αλοιφές και να του έβαλα, μέσα σε μια βδομάδα πέθανε. Το δεύτερο γατί, ο Αζαρίας, ήταν το αντίθετο, ένα πολύ κουτό πλάσμα και πολύ του δρόμου, τριγυρνούσε από το πρωί ως το βράδυ έξω και δεν πολυερχόταν στο σπίτι. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν το αγαπούσα. Ο Αζαρίας είχε κι αυτός κακό τέλος. Ενα απόγευμα που περιφερόταν στη γειτονιά εμφανίστηκαν δύο αληταράδες με δύο μαντρόσκυλα, το γατί τρόμαξε και ανέβηκε επάνω σε ένα δεντράκι του δήμου για να σωθεί, αλλά αυτοί είχαν πολύ κακές διαθέσεις. Αμόλυσαν τα σκυλιά κάτω από το δέντρο και οι ίδιοι κουνούσαν το δέντρο, για να τρομάξει το γατί, να κατεβεί και να το αρπάξουν οι σκύλοι. Κατατρομαγμένος έτρεξα για να το σώσω, αλλά ήταν αργά. Το γατί στην απελπισία του έδωσε ένα τεράστιο σάλτο από την κορφή του δέντρου για να φύγει τρέχοντας και να γλιτώσει, αλλά δυστυχώς το ένα από τα δύο σκυλιά το πρόλαβε και του έμπηξε τα δόντια στην κοιλιά και του 'βγαλε τα άντερα απ' έξω. Ηταν τραγικό. Οι δύο νεαροί με τα σκυλιά έφυγαν θριαμβολογώντας, λες και είχαν κάνει κανένα ανδραγάθημα. Εγώ πήρα το φουκαριάρικο το ζώο με χυμένα τα άντερα, το πήγα στο σπίτι, αλλά δεν υπήρχε σωτηρία. Και το ότι άντεξε σ' αυτή την κατάσταση μια ολόκληρη εβδομάδα ήταν πολύ. Ο τρίτος, ο Ιεχονίας, έζησε σε βαθιά γεράματα. Στο τέλος της ζωής του άρχισε να χάνει το φως του. Ηδη ήταν από το ένα μάτι εντελώς τυφλός και από το άλλο μάτι έβλεπε παρά πολύ λίγο. Εγώ χαϊδευτικά τον φώναζα Γκαβό και ένιωθα γι' αυτόν μεγάλη τρυφερότητα, όπως και για το παλιό μας γατάκι, την Τζούλη, που ήταν από μικρή τυφλή.


Από το βιβλίο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, «Θεσσαλονίκην, ου μ' εθέσπισεν», εκδόσεις Ιανός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου