Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Μαύρο φίδι που...δεν μας έφαγε !

Άμα δω οχιά παθαίνω τρακ, μου είχε πει πριν μερικά χρόνια ο μαστρο Γιώργης που την είχε πατήσει σαν ήτανε μικρός και τον έφτυσε. Πέρασε δυο μήνες μέσα στο νοσοκομείο τότε, ήτανε ό,τι που 'χανε ξυπνήσει οι όχεντρες, Μάης μήνας σαν τώρα, κι είχανε τους αδένες τους τίγκα στο φαρμάκι μα τη γλύτωσε ο μικρός, διότι έτρεχε αξυπόλητος μες στο βουνό για να μην τον πιάσει ο γείτονας που του κλεβε τα μούσμουλα και τον πήρε ξώφαλτσα το δόντι της, δεν του σταξε όλο το θανατερό ζουμί της μέσα του.
Την ίστορία του αυτή θυμάμαι κάθε φορά που περνώ καλοκαίρι μέσα από ξερόχορτα κι ανατριχιάζω σύγκορμος. Δυο τρεις φορές ως τώρα διασταυρώθηκε το διάβα μου με κείνο του φιδιού μα ευτυχώς δεν το πάτησα. Ουτε ποτέ μου μπόρεσα να το παρατηρήσω, να καταλάβω αν είναι όχεντρα ή κάνας λαφιάτης, φίδι καλό και χρήσιμο, που τον είχανε για κατοικίδιο και γούρι παλιά οι ανεστάτες των περιβολιών και των χτημάτων λόγω που λιάνιζε τους ποντίκαλους, τους υπνώτιζε με κείνο το μάτι του το παντοδύναμο και τους έκανε μια χαψιά έτσι ακούνητοι κι ανήμποροι που μένανε. Ποτέ μου δεν κατάφερα ως στιγμής λοιπόν να καταλάβω άμα το φίδι που πέρασε μπροστά μου βιαστικό ήτανε λαφιάτης ή όχεντρα, κι αυτό διότι σαν το δω παθαίνω τρακ κι εγώ και τα χάνω. Ούτε να το κοιτάξω μπορώ ούτε να να σαλέψω. Περιμένω μονάχα πως και πως να χαθεί από τα μάτια μου κι ανατριχιάζω ύστερα από τα βάθη της ραχοκοκαλιάς μου για ώρα.
Έτσι έγινε και σήμερα. Γαύγιζε από το πρωί ο Μάρτης κι είχε κολλημένη τη μούρη του μπρος σε μια τρύπα της ξερολιθιάς, κάτι ήτανε μέσα κρυμμένο σίγουρα, φίδι, σαύρα, ποιος ξέρει, μόνο ο Μάρτης ήξερε μα δε μπορούσε να μου πει.
Και σαν σταματήσανε οι εργάτες τα σκληβώματα του ντουβαριού και κάτσαμε όλοι μαζί για έναν καφέ στη σκιά του άγρελα τριγύρω από το μαγκανοπήγαδο, σαν πάψανε οι φασαρίες με τις φτυαριές και τις σκεπαρνιές, να σου και βγήκε από την τρύπα του αυτό, έφτασε συρτά και μουλωχτά ίσαμε τη γωνιά του μάγκανου, στάθηκε στριφογυριστό σα σκοινί ξεχασμένο από τις εργασίες αλλά με το κεφάλι ορθιο και μας κοιτούσε λοξά, φίδι, φώναξα πρώτος και έδειξα κατά το μέρος του, στρέψανε τα κεφάλια τους ο Ντιλμπέρ κι ο Γιουρί, τινάχτηκε όρθιος σα σούστα ο Φρέντυ, έδωσε μια στο κορμί του το μακρύ όλο χάρη αυτό κι εξαφανίστηκε αθόρυβα όπως είχε έρθει, χώθηκε μέσα στις πέτρες πάλι κάμποσα μέτρα πιο μακριά.
Τέσσρις άντρες κι ένας σκύλος σερνικός ήμασταν και πάγωσε το αίμα ολωνών μας κι ας μην κατάλαβε κανένας μας αν ήτανε λαφιά της γιά οχιά. Αυτή είναι άλλη μια απόδειξη πως άμα οι όχεντρες ξέρανε το φόβο του ανθρώπου, θα 'χανε καταλάβει τον κόσμο και θα τανε κυρίαρχες.
Αυριο πρωί πρωί θα ρίξω θειάφι ολόγυρα στο μούρκι. Ανατριχιάζω ακόμα αλλά έχω μες στα μάτια μου αυτό το θαυμάσιο αθόρυβο φιδίσιο λίκνισμά του, ώρα καλή σας.
γμ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου